- κολύμβημα
- τοβλ. κολύμπημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολύμβημα — κολύμβημα, το και κολύμπημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολυμπώ, κολύμπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεύσις — (I) νεῡσις, ἡ (ΑΜ) βλ. νεύση. (II) νεῡσις, ἡ (Α) κολύμβηση, κολύμβημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ τού νέω (Ι) «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek